- ξύσμα
- το, -ατος1. το αποτέλεσμα του ξύνω.2. ό,τι βγαίνει από το ξύσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυσμά — ξυσμά̱ , ξυσμή scratchings fem nom/voc/acc dual ξυσμά̱ , ξυσμή scratchings fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσμα — filings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσμα — το (ΑΜ ξῡσμα και εσφ. γρφ. ξύσμα) [ξύω] 1. απόριμμα που μένει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας 2. (για ξύλο) ροκανίδι 3. (για μέταλλα) ρίνισμα, απότριμμα 4. (για τυρί) τρίμμα 5. ξεφτίδι, ξέφτι, ξέφτισμα υφάσματος αρχ. 1. ό,τι έχει σκαλιστεί με… … Dictionary of Greek
ξυσμάτων — ξύσμα filings neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσμάων — ξυσμά̱ων , ξυσμή scratchings fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσμασι — ξύσμα filings neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσμασιν — ξύσμα filings neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσματα — ξύσμα filings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσματι — ξύσμα filings neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσματος — ξύσμα filings neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)